εναποτυπώνω

εναποτυπώνω
και έναποτυπῶ (-όω) (AM έναποτυπῶ
Α και έναποτυποῡμαι, -όομαι)
αποτυπώνω μέσα σε κάτι, αφήνω, δημιουργώ αποτυπώματα σε μια επιφάνεια, χαράζω μέσα σε κάτι
αρχ.
μέσ.
1. αποτυπώνομαι, εγχαράσσομαι κάπου
2. λαμβάνω εντυπώσεις
3. εκφράζω, εκδηλώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”